ετερόχρους
Смотреть что такое "ετερόχρους" в других словарях:
ετερόχρους — ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, ουν) αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος αρχ. αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + χρους (< χρως), πρβλ. μελανό… … Dictionary of Greek
VERSICOLOR — Vestis, Meretricum apud Athenienses proptia, ex Lege memorata Suidae, τὰς ἑταίρας ἄνθινα φορεῖν, Meretrices floridas vestes indutae sunto. Artemidorus enim ποικίλαν et ἀνθηρὰν, versicolorem et floridam vocat, l. 2. c. 3. Γυναικὶ δὲ ποικίλη καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροχροώ — ἑτεροχροῶ, έω (Α) [ετερόχρους] 1. έχω διαφορετικό χρώμα 2. (για οστά) υφίσταμαι εξασθένηση τού χρώματος, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω, ξεβάφω … Dictionary of Greek
ετερόχροια — η (Α ἑτερόχροια) [ετερόχρους] η διαφορά κατά το χρώμα, η ποικιλία χρωμάτων, η ποικιλοχρωμία … Dictionary of Greek
ετερόχροιος — ἑτερόχροιος, ον (Α) ετερόχρους, αλλόχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. εύ χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
ετερόχρωμος — η, ο (Μ ἑτερόχρωμος, ον) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
ετερόχρως — ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους 2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρως] … Dictionary of Greek